WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
trekking n | (walking long distances) | πεζοπορία ουσ θηλ |
| Trekking can be quite arduous. |
| Η πεζοπορία μπορεί να είναι αρκετά κουραστική. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
trek n | (long journey) | ταξίδι ουσ ουδ |
| (με εμπόδια, δυσκολίες) | περιπέτεια ουσ θηλ |
| Edward's trek took him across the whole of Europe. |
| Το ταξίδι του Έντουαρτ τον πήγε σε ολόκληρη την Ευρώπη. |
trek⇒ vi | (long journey) | ταξιδεύω ρ αμ |
Σχόλιο: Μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε κατάλληλο ρήμα που δηλώνει κίνηση, πχ πάω με τα πόδια, προχωράω με τα πόδια κλπ. |
| The party trekked across the desert. |
| Η ομάδα ταξίδεψε στην έρημο. |
trek vi | (on foot) | περπατάω, περπατώ ρ αμ |
| | πάω με τα πόδια περίφρ |
| | προχωράω πεζός περίφρ |
| The horses had fled in the night, so the group would have to trek from here. |
| Τα άλογα το έσκασαν μέσα στη νύχτα και έτσι η ομάδα θα έπρεπε να προχωρήσει πεζή από εδώ. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
trek n | slang (place far away) (μεγάλη απόσταση) | ολόκληρο ταξίδι φρ ως ουσ ουδ |
| You're going to Edinburgh tomorrow? That's quite a trek from here. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: